- αμφιπλεκτος
- ἀμφίπλεκτος2обвитый, взаимно переплетенный
(κλίμακες Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλίμακες Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφίπλεκτος — ἀμφίπλεκτος, ον (Α) [ἀμφιπλέκω] ο πλεγμένος ολόγυρα … Dictionary of Greek
ἀμφίπλεκτα — ἀμφίπλεκτος intertwined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίπλεκτοι — ἀμφίπλεκτος intertwined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιπλέκω — ἀμφιπλέκω (Α) πλέκω ολόγυρα, περιτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλέκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίπλεκτος] … Dictionary of Greek